- στηρίζομαι
- στηρίζομαι, στηρίχτηκα (σπάν. στηρίχθηκα), στηριγμένος βλ. πίν. 24
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
στηρίζομαι — στηρίζω make fast pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακουμπώ — ( άω) και ακουμπίζω 1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι 2. ξαπλώνω 3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ 4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον 5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου 6. αγγίζω, ψαύω 7. (για… … Dictionary of Greek
επαναπαύομαι — (AM ἐπαναπαύω και ἐπαναπαύομαι) μέσ. βασίζομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις τού υπουργού») νεοελλ. 1. εφησυχάζω, απαλλάσσομαι από κάθε μέριμνα ή ανησυχία 2. τό ρίχνω έξω (επειδή στηρίζομαι σε άλλους) μσν. ενεργ. 1.… … Dictionary of Greek
επαπερείδομαι — ἐπαπερείδομαι (Α) 1. ακουμπώ, στηρίζομαι πάνω σε κάτι 2. βασίζω κάτι κάπου 3. αναλαμβάνω, το βάρος, υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + από + ερείδομαι «στηρίζομαι»] … Dictionary of Greek
θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… … Dictionary of Greek
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek
νταγιαντίζω — και νταγιαντώ και άω 1. δέχομαι αναγκαστικά μια δυσάρεστη κατάσταση, υπομένω, βαστώ, αντέχω («δεν νταγιαντώ, δεν νταγιαντώ τον εδικό σου τον καημό», δημ. τραγούδι) 2. λαμβάνω υπ όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω («δεν νταγιαντίζω κανένα») 3. (διαλ.)… … Dictionary of Greek
ποντάρω — και ποντάρω, Ν 1. (σε τυχερά παιχνίδια) καταθέτω χρηματικό ποσό σε νούμερο ή χαρτί 2. υπολογίζω, στηρίζομαι σε κάτι («σ αυτόν μην ποντάρεις, γιατί θα σέ ρίξει έξω») 3. τεχνολ. κάνω σημάδι με την πόντα εκεί όπου πρέπει να διατρηθεί ένα μεταλλικό… … Dictionary of Greek
προσανακλίνω — Α 1. (το ενεργ και το παθ.) (κυρίως για τους ελέφαντες) ακουμπώ σε κάτι 2. μτφ. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι 3. παθ. προσανακλίνομαι μτφ. (για πόλη) βρίσκομαι πολύ κοντά σε κάτι («Νῡσα... τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + … Dictionary of Greek
προσαπερείδομαι — ΜΑ μσν. (σπάν. το ενεργ.) προσαπερείδω μτφ. ξεκουράζομαι με κάτι αρχ. 1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι πιέζοντάς το πάρα πολύ 2. μτφ. βασίζομαι σε κάτι («προσαπερείδοντο ἐπὶ τὰς... συνθήκας», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπερείδομαι «ακουμπώ,… … Dictionary of Greek